24 Ιουν 2011

απόπειρες II

Λεξικό

Μου'παν ν'ανοίξω λεξικά
να βρώ το νόημά της,
λήμμα αγάπη, σελίς δεκαεπτά,
λέξεις, περιγραφές και παραδείγματα
να περιγράψουν τι;
πλούσια η ελληνική, δεν λέω,
μήπως το αντίθετο του μίσους;
και πως ορίζεται το μίσος;

λήμμα μίσος, σελίς τριακόσια είκοσι δύο,
λέξεις πουθενά
μόνο το αντίθετο του μίσους,
η εικόνα σου,
ήξερε ο λεξικογράφος

λευκές σελίδες ως το ωμέγα,
πλάνεψες ως και τις λέξεις.

Ερωτοαπαντήσεις

Όταν με ρώτησες γιατί,
σου'πα διότι
όταν με ρώτησες για πόσο,
σου'πα για πάντα
όταν με ρώτησες εαν,
σου'πα ποτέ

όταν πια δεν ρώταγες
ήρθε η σειρά μου,
γιατί;

απάντηση δεν πήρα,
ίσως την είχα λάβει από καιρό,
τότε που δεν ρωτούσα.

Χρόνος

Μου'πες ''ζητώ το μέλλον'',
αποκρίθηκα ''απαίτησε το παρόν'',

''μα πως θα ζήσω το παρόν αν δεν προσδοκώ το μέλλον;''
''μα αν καρτερείς το μέλλον βεβαιώνεις την αποτυχία του παρόντος''

κι έτσι αφεθήκαμε στο παρελθόν μας.

Ωρίμανση

''Πότε θα ωριμάσεις;'', ρώταγες
''ποτέ'', έλεγα

πήρες αχλάδι απ'τον κήπο,
δεν γεύθηκε το στόμα σου,
''ωρίμασε'' είπες υποτιμητικά,
την ώρα που συνάντησε το χώμα,

δεν θέλω να'χω την κατάληξή του
κι έτσι επέλεξα την αβεβαιότητα.

21 Ιουν 2011

απόπειρες I

Δεύτερη ζωή

Νιώθεις δίχως να βλέπεις,
μοιράζεσαι μονολογώντας,
συνομιλείς με τις σιωπές,
''υποκρίνεσαι'' χωρίς να ξεγελάς,
μην φοβηθείς την δεύτερη ζωή σου,
μοιάζει ψεύτικη αλλά δεν είναι,
χαμογελάς στο κάτοπτρο την ώρα που αλλάζεις,
την ώρα που διαγράφεις τα τεκμήρια
της δεύτερης ζωής σου...
αναπόφευκτη η σύγκρουση
απόδειξη της ύπαρξης.

Απουσία

Μια κλωστή απ'το μπλουζάκι σου,
εκείνο το κόκκινο των γενεθλίων σου,
μια τούφα απ'τα μαλλιά σου, είχες άγχος μου'λεγες,
ροδοπέταλα στην τσέπη του μπουφάν σου,
από εκείνα που κράτησες για να σου φέρουν τύχη,
απομεινάρια της παρουσίας σου
ή μήπως της απουσίας σου;

εγώ και το μπουφάν σου
θεατές της ανάμνησης,
από ατυχία την τύχη δεν την βρήκαμε.

Συνομιλία

-Μ'αγαπάς;
Ναι μου έλεγες.
-Ως πότε;
Για πάντα μου'λεγες.
-Είσαι ερωτευμένη;
Αιώνια, αποκρινόσουν.
-Θα μ'αφήσεις;
Ποτέ, με διαβεβαίωνες.

Η διάψευση της βεβαιότητας δεν άργησε να έλθει.

Μηδέν

Μετρώ τον χρόνο με απαρίθμηση
πόσα βιβλία διάβασα φέτος;
30 απαντώ
πόσους φίλους έκανα φέτος;
5 απαντώ
πόσα λεφτά κέρδισα;
20.000 αποκρίνομαι

ψάχνω μηδενικά στις απαντήσεις μου
προσδίδουν κύρος στους αριθμούς,
ύστατη προσπάθεια να γεμίσω το κενό,
το μηδέν της μη αριθμητικής ζωής μου.

14 Ιουν 2011

Bela Tarr



Filmography:

2011 The Turin Horse

2007 A Londoni férfi

2004 Visions of Europe (segment "Prologue")

2000 Werckmeister harmóniák

1995 Utazás az Alföldön (short)

1994 Sátántangó

1990 City Life (documentary)

1990 Utolsó hajó (short)

1988 Kárhozat

1984 Öszi almanach

1982 Panelkapcsolat

1982/II Macbeth (TV movie)

1981 Szabadgyalog

1979 Családi tüzfészek

1978 Hotel Magnezit (short)

Συνέντευξη από το φύλλο της Καθημερινής(12/06/2011)

«Οι ταινίες μου δεν άλλαξαν τον κόσμο»
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ μιλάει για την εμμονή του στα μονοπλάνα και την ιδιαίτερη σχέση του με την έννοια του χρόνου
Του Δημήτρη Mπούρα

Τις μέρες που ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι ο δικός μας κόσμος είναι αδύνατον να γκρεμιστεί, ανακαλύψαμε έναν άγνωστο Ούγγρο κινηματογραφιστή, που το έργο του ήταν στοιχειωμένο από την ιδέα του τέλους. Εκείνες τις μέρες, αρχές Νοεμβρίου του 2002, ο Μπέλα Ταρ έγινε το πρόσωπο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης χάρη σε ένα αφιέρωμα στο πρόσωπό του. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μπέλα Ταρ βρέθηκε για ένα τριήμερο στην Αθήνα και δέχτηκε να μιλήσει στην «Κ». Ο λόγος της εδώ παρουσίας του ήταν η προβολή της τελευταίας του ταινίας, «Το άλογο του Τορίνο», αλλά και μια ρετροσπεκτίβα με το σύνολο σχεδόν του έργου του. Ο ίδιος είναι όπως οι ταινίες του, χαμηλών τόνων, στοχαστικός, γλυκύς. Το βλέμμα του, οξύ και διαπεραστικό, γκρεμίζει αποστάσεις, προκαλεί φιλικά συναισθήματα στον συνομιλητή. Κάποιες στιγμές έδειχνε σαν να μεταφέρει εμπειρίες μιας γενιάς που γνώρισε δύο φορές την ήττα. Την πρώτη φορά, όταν από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» βγήκε ένα τέρας. Τη δεύτερη, όταν η Ουγγαρία τσακίστηκε στην τρικυμία της καπιταλιστικής αγοράς. Τον ρωτήσαμε αν είναι μελαγχολικός. Αρνήθηκε. Στο τέλος, όταν ζητήσαμε να περιγράψει ένα μονοπλάνο επιστημονικής φαντασίας για την Ευρώπη του μέλλοντος, μας παρέπεμψε σε κάτι που είχε ήδη κάνει το 2004, μια πεντάλεπτη λήψη, μέρος ενός κόνσεπτ για την Ευρώπη με τίτλο «Visions of Europe», προτρέποντάς μας, «αναζητήστε το ελεύθερα στο Ιντερνετ». Το 5λεπτο ασπρόμαυρο «Prologue» είναι ένα συγκλονιστικό για τη λιτότητά του τράβελινγκ σε πρόσωπα δεκάδων κουρασμένων ανθρώπων που περιμένουν στην ουρά ενός συσσιτίου. Από το μελλοντολογικό «Prologue» λείπουν τα παιδιά...

– Η τέχνη θα μπορούσε να συμβάλει ώστε να δημιουργηθούν συλλογικότητες, για να κυλήσουν τα πράγματα προς τα μπρος;

– Νέος το πίστευα, ήμουν 22 ετών όταν άρχισα να γυρίζω ταινίες. Είχα πολύ θυμό και έντονη φαντασία για τον κόσμο και για τον κινηματογράφο και πίστευα πως οι ταινίες μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Μετά 30 χρόνια, αναγκάστηκα να δω ότι ο κόσμος δεν άλλαξε. Οι ταινίες μου δεν ήταν αρκετές για να τον αλλάξουν. Τώρα, θα μου ήταν αρκετό αν θα μπορούσα ν’ αλλάξω λίγο τη γλώσσα του κινηματογράφου, ή αν θα μπορούσα να πω κάτι για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για την ανθρώπινη ύπαρξη, για την κατάσταση των πραγμάτων, για τη φύση. Κάτι που θα ’ταν σημαντικό για όλους.

– Το να λες ιστορίες, δεν είναι σημαντικό;

– Η μυθοπλασία δεν είναι σημαντική, γιατί συνήθως είναι κάτι εντελώς φτιαχτό, βαρετό και ψεύτικο. Ενα ντουβάρι ίσως να λέει περισσότερα πράγματα από τη δράση και τη μυθοπλασία. Ολες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί εξαρχής, από την Παλαιά Διαθήκη. Ο ένας αδελφός σκοτώνει τον άλλον... και εμείς επαναλαμβάνουμε από τότε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά. Αρα δεν έχει ενδιαφέρον η ίδια η ιστορία, αλλά ο κόσμος γύρω μας που αλλάζει. Πρέπει να δείξουμε την κατάσταση στην οποία είναι κάθε φορά ο άνθρωπος.

– Θα μπορούσε να αλλάζει ο τρόπος της επανάληψης…

– Δεν με ενδιαφέρει καν η μυθοπλασία. Με ενδιαφέρουν οι καταστάσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις. Είναι προσωπική υπόθεση όταν κάνεις μια ταινία. Δεν υπάρχει μια ιστορία για να την αφηγηθείς. Είσαι εσύ, τα συναισθήματά σου και η προσωπική σου αντίδραση. Τόσο απλό είναι να πεις πώς αισθάνεσαι.

– Οι ταινίες σας μοιάζουν δυστοπίες στις οποίες δεσπόζει ένα απροσδιόριστο κακό.

– Δεν πρόκειται για δυστοπία ή για κακό. Η ύπαρξη είναι δύσκολη όταν αντιληφθείς ότι η ζωή δεν είναι αιώνια. Πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχει ένα τέλος και για σένα. Τη στιγμή που το συνειδητοποιείς αυτό, ενηλικιώνεσαι.

– Τι εννοείτε ενηλικίωση, έναν προσωπικό απολογισμό;

– Οχι, δεν έχει σχέση με κάτι τέτοιο. Εγώ λέω τι βλέπω γύρω μου. Ανθρώπους δυστυχείς, φτωχούς, άσχημους. Στέκομαι δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους και θέλω να σας δείξω ότι έχουν αξιοπρέπεια και αξίζουν σεβασμό. Δεν είναι αθώοι. Είναι άσχημοι και έχουν ελαττώματα, αλλά είναι ανθρώπινα όντα και δεν μπορούμε να τους φερόμαστε σαν σκουπίδια. Η ζωή είναι μοναδική και της αξίζει ποιότητα.

– Κινηματογραφείτε με μονοπλάνα και δίνετε ιδιαίτερη σημασία στην έννοια του χρόνου.

– Το μονοπλάνο εμπεριέχει ήδη το μοντάζ. Ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός και δυστυχώς τον αγνοούν οι περισσότερες ταινίες ακολουθώντας τη δομή: πληροφορία, cut, δράση, cut. Με ενδιαφέρει να δείξω ότι τα πάντα συμβαίνουν μέσα στον χρόνο, γιατί όπως σας είπα έχουμε μόνο μια ζωή και πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή μας.

– Η μελαγχολία διατρέχει το έργο σας. Είναι κάτι που αφορά γενικότερα την κεντρική Ευρώπη;

– Δεν είναι μελαγχολία, ούτε εγώ είμαι Κεντροευρωπαίος. Η μελαγχολία είναι παθητική στάση. Εγώ παρατηρώ τον κόσμο και προβληματίζομαι.

– Τι είστε;

– Απλώς υπάρχω, δεν θέλω να ορίσω τον εαυτό μου.

– Νιώθετε στο ίδιο κλίμα με συγγραφείς όπως ο Χέρμαν Μπροχ, ο Ρόμπερτ Μούζιλ ή ο Μίλαν Κούντερα;

– Σίγουρα όχι· αυτοί είναι πολύ μεγάλοι συγγραφείς... Πάντα σκεφτόμουν ότι είναι πολύ ωραίο να είσαι συγγραφέας. Μπορείς να γράψεις 20 σελίδες για ένα σταχτοδοχείο. Ο καημένος ο σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα μόνο να σας το δείξει. Το πώς θα δείξεις αυτό το σταχτοδοχείο και τη μοίρα του είναι πολύ δύσκολο μερικές φορές.

Οι πολυεθνικές και η Ευρωπαϊκή Ενωση

– Οι Ούγγροι και οι Ελληνες έχουμε μια ιδιαιτερότητα, η γλώσσα μας δεν μιλιέται έξω από τα σύνορα των χωρών μας κι αυτό θέτει έναν περιορισμό στο να μοιραστούμε τον πολιτισμό μας με τρίτους. Νιώθετε και εσείς στην Ουγγαρία την ίδια εθνική μοναξιά;

– Βεβαίως. Το σημαντικότερο ζήτημα των καιρών μας, όμως, είναι να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό μας και όχι τόσο το να τον μοιραστούμε με τους άλλους.

– Στην εποχή μας, η οικονομική κρίση οδηγεί την Ευρώπη σε διαίρεση, η τέχνη θα μπορούσε να μας ενώσει;

– Οχι, δεν έχω κάπως έτσι στο μυαλό μου την τέχνη. Η τέχνη είναι κάτι που φεύγει από ένα άτομο και απευθύνεται σε κάποιο άλλο. Κάποιος μπορεί να την αποδεχτεί ή όχι, υπάρχει απόλυτη ελευθερία σε αυτό.

– Για τους σινεφίλ στην Ελλάδα οι ταινίες σας είναι το μοναδικό ίσως πολιτιστικό προϊόν που μας έρχεται από την Ουγγαρία. Το νιώθετε σαν βάρος;

– Ούτε στιγμή δεν θα μπορούσα να μπω σε αυτήν τη θέση. Είναι τεράστια η ευθύνη να είμαι η εικόνα του σύγχρονου πολιτισμού της πατρίδας μου προς τα έξω.

– Στο πρόσφατο παρελθόν ζήσατε το ναυάγιο του κομμουνισμού, σήμερα, που ζείτε την άγρια τρικυμία της ελεύθερης αγοράς, πώς βλέπετε τα πράγματα;

– Σε ό,τι αφορά το παρελθόν, αυτό που ζήσαμε στην Ουγγαρία δεν θα το έλεγα κομμουνισμό, αλλά ένα ηλίθιο αντίγραφο του σοβιετικού τσαρισμού και του κινεζικού μανδαρινισμού. Σε ό,τι αφορά το παρόν, δεν ξέρω τι να σας πω... Θα αρκεστώ σε κάτι κοινότοπο, οι καλλιτέχνες συνήθως ήταν πάντα δίπλα στον άνθρωπο.

– Το σημερινό ευρωπαϊκό σινεμά της εποχής μήπως έχει εγκλωβιστεί σ’ έναν ναρκισσισμό;

– Μερικές φορές έχω αυτή την αίσθηση. Δεν θέλω όμως να κρίνω κανέναν. Ο κάθε σκηνοθέτης έχει διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, τη δική του γλώσσα, άλλη ζωή και άλλο μπάτζετ. Δεν κρίνω τους ήρωές μου, μόνο παρακαλώ να τους καταλάβετε, πόσω μάλλον τους συναδέλφους μου.

– Την Ελλάδα πώς την βλέπετε;

Η Ελλάδα και τα Βαλκάνια ήταν πάντα για μένα ένα ζεστό μέρος. Δεν ξέρω γιατί. Ισως επειδή έχω μπουχτίσει με την εικόνα του πλούσιου Βορρά και με όλους αυτούς που κάθονται στα γραφεία τους και ξέρουν τα πάντα για τον κόσμο.

– Στο Βορρά καλλιεργείται η άποψη πώς ο Νότος είναι κάτι σαν δαίμονας;

– Ισως στην αυτοκρατορία των πολυεθνικών, αυτό είναι για μένα τούτη τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεν θέλουν να πληρώνουν φόρο σε κάθε σύνορο.

Ο θάνατος είναι αθόρυβος, όχι χολιγουντιανή υπερπαραγωγή

– Το «Αλογο του Τορίνο» είναι ένα μηδενιστικό σχόλιο γύρω από την ανθρώπινη μοίρα;

– Οχι, το να είσαι μηδενιστής σημαίνει να κοιτάς τον κόσμο με έναν πολύ σκληρό τρόπο και με απάθεια. Εγώ αγαπώ αυτό το άλογο και αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι το τέλος και ο θάνατος είναι κάτι πολύ αθόρυβο και αργό. Δεν είναι χολιγουντιανή υπερπαραγωγή.

– Πώς θα ορίζατε την ομορφιά;

– Ως κάτι απλό κι αληθινό.

– Και ασπρόμαυρο;

– Αγαπώ το ασπρόμαυρο κι αυτός είναι και ο λόγος που γυρίζω μόνον ασπρόμαυρες ταινίες.

Τι θα προβληθεί στο σινέ Τριανόν

Το σύνολο του έργου του Μπέλα Ταρ θα προβληθεί στον κινηματογράφο Τριανόν από 16 μέχρι 22 Ιουνίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικούς τίτλους:

«Οικογενειακή φωλιά» (1977)

Οικογενειακό δράμα, αποκαλυπτικό για τα αδιέξοδα της Ουγγαρίας εκείνης της εποχής.

«Προκατασκευασμένες σχέσεις» (1982)

Κλειστοφοβικό δράμα γύρω από τη διάλυση ενός γάμου. Ασπρόμαυρο, όπως όλες οι ταινίες του Μπέλα Ταρ.

«Κολαστήριο» (1987)

Η καθημερινότητα ενός μεσήλικα σε παρακμιακό βιομηχανικό τοπίο.

«Satantago» (1994)

Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εξαθλιωμένοι αγρότες διασχίζουν τη Μεγάλη Κοιλάδα της Ουγγαρίας. Η ταινία διαρκεί εφτάμισι ώρες.

«Οι αρμονίες του Werckmeister» (2000)

Ενας αλαφροΐσκιωτος ταχυδρομικός τρελαίνεται, ενώ μια πόλη βυθίζεται στην αναρχία.

«Το άλογο του Τορίνο» (2011)

Μια ταινία γύρω από την ανθρώπινη μοίρα, τον θάνατο.

Συνέντευξη στο Flix.gr

Μπέλα Ταρ: Τίτλοι Τέλους | Θέματα

7 Ιουν 2011

alarme

Alarme

Σκην.: Θ. Τερζόπουλος

Θέατρο Αττις

«Πολέμησε καρδιά μου αλλιώς δε γίνεται αλλιώς η φάουσα θα σε καταβροχθίσει
αλλιώς ο πανικός θα σε ξοδέψει πολέμησε καρδιά μου»
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
«Οπόταν πλάτανος», 1999

Είναι τέχνη η επιστολή; Για να περιοριστώ στα νεότερα και βέβαια είναι, κοιτίδα δε έχει κατά την παράδοση την Ιταλία (Λομβαρδία) του 11ου αιώνα. Ο Αλβέριχος και ο Ιωάννης Καετάνι ήταν οι θεμελιωτές του είδους. Ποικίλοι κανόνες διαμορφώθηκαν κατά τη χρήση της επιστολής από αυτοκράτορες, Πάπες, διανοουμένους. Φαίνεται πως η μεταγενέστερη γαλλική σχολή επικράτησε, δεδομένου ότι περιβόητες είναι οι επιστολές του Βολταίρου, του Φενελόν, του Ρουσώ και οι διασημότερες της Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Στην Ιταλία διακρίθηκαν ο Πετράρχης, ο Φώσκολος, ο Αρετίνος. Ακολούθησαν η περί πολιτικής επιστολή του καρδιναλίου Ρισελιέ, η ερωτική αλληλογραφία του Πασκάλ, ο Λαφονταίν και ο Μπουαλώ, κι αργότερα εκείνες των Μοντεσκιέ, Βολταίρου, Ρουσώ, Φλωμπέρ, Ουγκώ, Γκαίτε, Σίλερ.

Πρόχειρα, απ’ τη δική μας παράδοση έντονα θυμάμαι τον Κοραή, τον Ροΐδη, τον Μαν. Τριανταφυλλίδη, την αλληλογραφία Γιώργου Σεφέρη – Τίμου Μαλάνου όπως και Σεφέρη – Μαρώς μέχρι τις αμιγώς λογοτεχνικές εκείνες επιστολές του Νίκου Καχτίτση ιδίως προς τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο και του ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα προς τον Ε. Χ. Γονατά («Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας…»). Για περαιτέρω παραπέμπω εκθύμως στον επιβλητικό τόμο σχετικά με την «επιστολική λογοτεχνία» του Παναγιώτη Μουλλά (εκδόσεις ΜΙΕΤ).

Κάθε επιστολή φύσει περιέχει την αντίθεση: πολιτισμένη, κομψή, απροσχημάτιστη ή άγρια. Μια τέτοια εν προόδω «προφορική» αλλά και σωματική επιστολογραφία σκηνοθέτησε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος πάνω σ’ ένα δικό του κείμενο έρωτα – μίσους ανάμεσα στη γνωστή έριδα της βασίλισσας Ελισάβετ και της Μαρίας Στιούαρτ. Υπό το προεξαγγελτικό κρώξιμο ενός μακρινού κορακιού του Πόε, οι δύο γυναίκες σύρονται πάνω σε μια φωτιστική ταινία – επιφάνεια. Απ’ την αρχή βασιλεύει ένας alarme (ή ένα aux armes;) Τα δύο θήλεα εξακοντίζουν οιονεί επιστολιμαίες ύβρεις, αρές, ειρωνείες, ακραίες κραυγές, γρυλλίσματα (αλλά στο τέλος και τριβαδικές δονήσεις), στην προσπάθειά τους να καταπιούν η καθεμιά την ομόφυλή της. Οι «επιστολές» είναι συχνά ανάσες που μεταπίπτουν σε μουγκρητά ή σε υποτονθορυσμούς, οι οποίοι προαναγγέλλουν κι από μια νέα επίθεση των δύο συρόμενων εδαφιαία γυναικών. Ο Τερζόπουλος κατορθώνει σ’ αυτή του την παράσταση να καθαγιάσει το μίσος, να θεώσει τη βία, ίσως για να οδηγηθεί στην εξόδιο αγαλλίαση της ειρήνευσης αλλά και της αινιγματικής νέας πορείας, που θα συνιστά πάντα ένα κραυγαλέο και φοβογόνο αίνιγμα για το άρρεν που παρίσταται και σχολιάζει.

Οι «αυξομειώσεις» του ύφους των δύο γυναικών, ντυμένων ανακτορικώς λαμπρά μα και σεξιστικώς διαθέσιμα (της Λουκίας), διέθεταν την άκρα τελειότητα που χαρακτηρίζει τις εργασίες του Τερζόπουλου. Τον υπάκουσαν με εκπληκτική ακρίβεια στις μετεξελίξεις των συναισθημάτων και των παντοειδών ορέξεών τους, η Αγλαΐα Παππά (με υποδειγματική, σπάνια εκφορά της γαλλικής γλώσσας) και το υποκριτικό θηρίο Σοφία Χιλλ, «υπεύθυνη» και για ορισμένες χιουμοριστικές στιγμές–ανάσες, βασιζόμενες ιδίως στη σοφά «εκτροχιασμένη» αγγλική γλώσσα. Ο Τάσος Δήμας, συμπληρώνοντας το... μη ιψενικό αυτή τη φορά τρίγωνο της παράστασης, εκλήθη να σχολιάζει τις αβυσσαλέες ιστορικές και εντεύθεν σκηνικές συμπεριφορές των δυο γυναικείων τεράτων. Ανταποκρίθηκε με ελεγχόμενη ένταση και δυναμικό μισογυνισμό. Ωστόσο, το κείμενο που του παρεδόθη από τον Θανάση Αλευρά εμπεριείχε εκφραστικές υπερβολές, ακαλαισθησίες ή trivialities, που δεν έδεναν με το υψηλό ύφος του όλου.

Σαν διαβολικές υστερικές ενέσεις οι minimal μουσικές του Παναγιώτη Βελιανίτη. Τέλος, οι φωτισμοί του Τερζόπουλου (εδώ μαζί με τον Κ. Μπεθάνη) συνιστούν πάντα ένα πολύτιμο πανεπιστημιακό μάθημα για τους επίδοξους ηρακλείς του είδους.

(''Καθημερινή'', 5-6-2011)